-
1 δόρυ
Aδοράτεσσι Q.S.6.363
: [dialect] Ep. and [dialect] Ion. decl., gen. δούρατος (also in Pi.P.4.38); dat. δούρατι (also in S.Ph. 721 (lyr.)); pl. δούρατα, δούρασι (but codd. of Hdt. usu. have δόρατα, δόρασι): more commonly δουρός, δουρί (butδορί Archil.2.1
); dual δοῦρε; pl. δοῦρα, δούρων, δούρεσσι; dat. pl.δούροις Opp.H.3.573
: Trag., gen. δορός; dat. δορί or δόρει, the former required by metre in A.Th. 347, 456, 958, Ag. 111, E.Hec. 909, Ph. 186, etc. (all lyr.), also in Id.Hec.5; δόρει is required in S.OC 620, 1314, 1386;ξὺν δορὶ ξὺν ἀσπίδι Ar.V. 1081
, butσὺν δόρει σὺν ἀσπίδι Achae.29
, cf. Choerob. in Theod.1.346; δορί occurs in Prose in the phrases δορὶ ἑλεῖν, λαβεῖν (v. infr. 11.2): nom. pl. , Theopomp.Com.25; gen.δορῶν Hsch.
: nom.δοῦρας AP6.97
(Antiphil.). Exc. sg. δόρυ, Hom. uses only the [dialect] Ion. forms:I stem, tree,οὔπω τοῖον ἀνήλυθεν ἐκ δόρυ γαίης Od.6.167
; but commonly, plank or beam,δοῦρ' ἐλάτης κέρσαντες Il.24.450
;δούρατα μακρὰ ταμών Od.5.162
, cf. Il.3.61;δούρατα πύργων 12.36
;δούρατ' ἀμάξης Hes.Op. 456
; mostly of ships, δόρυ νήϊον ship's plank, Il.15.410, etc.;νήϊα δοῦρα Od.9.498
; also, mast, E.Tr. 1148: hence,2 δ. εἰνάλιον, ἀμφῆρες, of a ship, Pi.P.4.27, E.Cyc.15;δ. ποντοπόρον S.Ph. 721
(lyr.); also δόρυ alone, A.Pers. 411, Ag. 1618, E.Hel. 1611;ἐπ' Ἀργῴου δορός Id.Andr. 793
; also δούρων, of oars, Hymn.Is.152.II shaft of a spear, δόρυ μείλινον the ashen shaft, Il.5.666, al.: hence, generally, spear itself,δ. χάλκεον 13.247
;ἀσπίδα καὶ δύο δοῦρε Od.1.256
, etc.; hunting-spear, Il.12.303; δόρατα ναύμαχα boarding-pikes, Hdt.7.89: freq. in military phrases, v. πέλεκυς 1; εἰς δόρατος πληγήν within spear's throw, X.Eq.8.10;εἰς δόρυ ἀφικόμενοι Id.HG4.3.17
; ἐπὶ δόρυ to the right hand, in which the spear was held, opp. ἐπ' ἀσπίδα, Id.An.4.3.29 (cf. κλίνω IV. 3, );παρὰ δόρυ Id.Lac.11.10
;εἰς δόρυ Id.HG6.5.18
;τὴν ἐμβολὴν ἐκ δόρατος ποιεῖσθαι Plb.3.115.9
:— ὑπὸ δόρυ πωλεῖσθαι, = Lat. sub hasta venire, D.H.4.24, cf. Str.4.6.7.c sceptre, E.Hec. 9.2 metaph., δουρὶ κτεατίζειν win wealth by the spear, i.e. in war, Il.16.57; ὑπὸ δουρὶ πόλιν πέρθαι ib. 708; in Prose, δορὶ ἑλεῖν, λαβεῖν, Th.1.128, App. BC4.8; an armed force,συμμάχῳ δ. A.Eu. 773
;δ. ἐπακτοῦ S.OC 1525
; καὶ τὸ δ. καὶ τὸ κηρύκειον πέμπειν to offer war or peace, Plb. 4.52.4. (Cf. Skt. dā´ru 'piece of wood', δορά (B), δρῦς.) -
2 δόρυ
δόρυ, gen. δούρατος and δουρός, dat. δούρατι and δουρί, du. δοῦρε, pl. δούρατα and δοῦρα, dat. δούρασι and δούρεσσι: (1) wood, beam, and of a living tree, Od. 6.167; of timber, esp. for ships, δοῦρα τέμνειν, τάμνεσθαι, Od. 5.162, 2, Il. 3.61; ἐλάτης, Il. 24.450; δόρυ νήιον, νήια δοῦρα, δοῦρα νηῶν, Il. 17.744, Od. 9.498, Β 13, Od. 5.370.— (2) shaft of a spear, spear; of ash, μείλινον, Il. 5.666.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δόρυ
-
3 δορυ
δόρατος, эп.-ион. δούρατος и δουρός, поэт. δορός τό (dat. δόρατι, δούρατι, δουρί, δορί и δόρει; dual. δοῦρε; pl.: nom. δόρατα, δούρατα, δοῦρα и δόρη, gen. δοράτων и δούρων, dat. δόρασι, δούρασι и δούρεσσι)1) дерево (sc. φοίνικος ἔρνος Hom.)2) брус, балка, доска или древесина(δοῦρ΄ ἐλάτης Hom.; δούραθ΄ ἁμάξης Hes.)
κοῖλον δ. Hom. = δουράτεος ἵππος;δ. νηϊον, νήϊα δοῦρα, δοῦρα νεῶν и δοῦρα Hom. — корабельный лес3) судно, корабль(δ. γομφόδετος Aesch. и ποντοπόρον Soph.)
4) шест, древко(μείλινον Hom.; δόρατα ἐκ δέρματος τοῦ ἵππου τοῦ ποταμίου Arst.; ἀετὸς χρυσοῦς ἐπὴ δόρατος Xen.)
τὸ λελογχωμένον δ. Arst. — снабженное наконечником древко5) (царский) жезл, скипетр(λαὸν εὐθύνειν δορί Eur.)
6) копье(χάλκεον Hom.; δορὸς λόγχα Eur.; μετὰ ἀσπίδος καὴ δόρατος τὰς πομπὰς ποιεῖν Thuc.)
ἐς δορὸς τάξιν μολεῖν Eur. и εἰς δ. ἀφικνεῖσθαι Xen. — перейти к бою на копьях;ἀπὸ τῶν εὐωνύμων ἐπὴ δ. Polyb. — слева направо;τέν ἐμβολέν ἐκ δόρατος ποιεῖσθαι Polyb. — атаковать справа7) бой, сражение, тж. войнаδορὴ κτήσασθαι Hom. или ἑλεῖν Thuc. — взять с бою, захватить на войне, завоевать;
καὴ τὸ δ. καὴ τὸ κηρύκειον πέμπειν Polyb. — предложить выбор между войной и мирными переговорами8) вооруженные силы, войско(ξύμμαχον δ. Aesch.)
ἐν τροπῇ δορός Soph. — когда войску (было) нанесено поражение -
4 μέλινος
μέλινος (A), ὁ,A = μελίνη 1, cited by Harp. from X. An.1.2.22, 1.5.10 ( μελίνην codd.), cf. Thphr. HP8.1.4, Diocl. Fr.113.------------------------------------Aμειλίνη ὕλη Orib.49.3.1
), η, ον, ([etym.] μελία) ashen,μείλινον ἔγχος Il.5.655
; δόρυ μείλινον ib. 666, al.;ἷζε δ' ἐπὶ μελίνου οὐδοῦ Od.17.339
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέλινος
-
5 ἐξωθέω
A thrust out, force out,ἐκ δ' ὦσε γλήνην Il.14.494
, cf. 17.618; even by pulling, wrench out, ; displace, Hp.Art.46 ([voice] Pass.); expel, eject, banish, ; πάτρας ib. 1330; put away a wife, PSI1.41.16 (iv A. D.); thrust back,τοὺς δίκῃ νικῶντας S.Aj. 1248
; drive, ;πλοῖον εἰς αἰγιαλόν Act.Ap.27.39
, cf. Jul.Or.2.60c;τὴν πόλιν εἰς χαλεπόν Plu.Nic.12
;ἐ. εἰς ἅπαν ἀπὸ τῆς ὄχθης Arr.An.1.15.4
;ἐ. νόμον Plu.Comp.Ag.
Gracch.5:—[voice] Pass.,ἐξωθέεσθαι ἐκ τῆς χώρης Hdt.4.13
, cf. 5.124;μάχῃ Id.6.83
;πατρίδος ἐξωθούμενος S.OC 428
; ἐξωσθήσομαι εἰπεῖν shall be debarred from.., D.24.61.2 ἐ. γλώσσας ὀδύναν put forth painful words, break forth into cruel words, S.Ph. 1142 (lyr.).II drive out of the sea, drive on shore,τὰς ἄλλας [ναῦς] ἐξέωσαν πρὸς τὴν γῆν Th. 2.90
, cf. 8.104;ἐς τὴν γῆν Id.7.52
:—[voice] Pass.,πνεύμασιν ἐξωσθέντες E. Cyc. 279
(cf.ἐξώστης 11
): metaph.,ἐξωσθῆναι τῇ ὥρᾳ ἐς χειμῶνα Th.6.34
. (Late inf.ἐξεοῦν Just.Nov.59.4
Intr., [tense] pres. ind. [voice] Pass.ἐξεοῦται Cod.Just.1.2.24.6
, formed fr. ἐξέωσα.)
См. также в других словарях:
ОРУЖИЕ — • Arma. I. У греков. Те части вооружения, какие в «Илиаде» указываются для героев Троянской войны, образуют основу вооружения и для позднейших гражданских ополчений. Последние состояли исключительно из тяжеловооруженных (όπλι̃ται) … Реальный словарь классических древностей